βιοκοινωνία

βιοκοινωνία
Όρος της οικολογίας που αναφέρεται στο σύ-νολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο και στο σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αποκτούν μεταξύ τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η β. αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από την έννοια του πληθυσμού, δηλαδή από το σύνολο των οργανισμών ενός συγκεκριμένου είδους. Ταυτόχρονα έχει στενότερη έννοια από το οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη β. όσο και τους άβιους παράγοντες (χημικά συστατικά, μορφή εδάφους κλπ.) που το αποτελούν. Παράδειγμα: σε ένα δάσος κωνοφόρων ζουν πληθυσμοί πολλών ειδών ζώων και φυτών που αποτελούν τη β. του, η οποία σε συνδυασμό με το άβιο περιβάλλον δημιουργεί το οικοσύστημα αυτού του δάσους.
* * *
η
κοινωνία της φύσης που αποτελείται από όλους τους οργανισμούς οι οποίοι ζουν σ' ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και αλληλοεπηρεάζονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιοκοινότητα — η βιοκοινωνία …   Dictionary of Greek

  • πλευστός — ή, ό Ν [πλέω] 1. πλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το πλευστό(ν) α) η πλευστότητα β) η μονοστρωματική βιοκοινωνία οργανισμών που πλέουν κάτω από την επιφάνεια τών νερών, όπως είναι λ.χ. οι μέδουσες …   Dictionary of Greek

  • υποκλίμαξ — η, Ν βιολ. στάδιο διαδοχής σε μια βιοκοινωνία, που προηγείται τού τελικού σταδίου, γνωστού ως κλίμαξ ή κολοφώνας, και το οποίο παρεμποδίζεται από το να φτάσει στην πλήρη ανάπτυξή του από έναν ή περισσότερους εδαφικούς ή βιοτικούς παράγοντες, αλλ …   Dictionary of Greek

  • φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… …   Dictionary of Greek

  • φυτοκοινωνία — η, Ν το σύνολο τών φυτών ενός δεδομένου βιοτόπου ή μιας δεδομένης βιοκοινωνίας, αλλ. φυτοκοινότητα ή φυτική βιοκοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κοινωνία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phytocoenosis] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”