- βιοκοινωνία
- Όρος της οικολογίας που αναφέρεται στο σύ-νολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο και στο σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αποκτούν μεταξύ τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η β. αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από την έννοια του πληθυσμού, δηλαδή από το σύνολο των οργανισμών ενός συγκεκριμένου είδους. Ταυτόχρονα έχει στενότερη έννοια από το οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη β. όσο και τους άβιους παράγοντες (χημικά συστατικά, μορφή εδάφους κλπ.) που το αποτελούν. Παράδειγμα: σε ένα δάσος κωνοφόρων ζουν πληθυσμοί πολλών ειδών ζώων και φυτών που αποτελούν τη β. του, η οποία σε συνδυασμό με το άβιο περιβάλλον δημιουργεί το οικοσύστημα αυτού του δάσους.
* * *ηκοινωνία της φύσης που αποτελείται από όλους τους οργανισμούς οι οποίοι ζουν σ' ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και αλληλοεπηρεάζονται.
Dictionary of Greek. 2013.